Zum Inhalt springen

ἀβασάνιστος

Aus Wiktionary, dem freien Wörterbuch

ἀβασάνιστος (Altgriechisch)

[Bearbeiten]
Nominativ Singular und Adverbia
m f n Adverb
Positiv ἀβασάνιστος ἀβασάνιστος ἀβασάνιστον ἀβασανίστως
Komparativ
Superlativ
Alle weiteren Formen: Flexion:ἀβασάνιστος

Worttrennung:

ἀ·βα·σά·νισ·τος, Femininum: ἀ·βα·σά·νισ·τος, Neutrum: ἀ·βα·σά·νισ·τον

Umschrift:

DIN 31634: abasanistos

Aussprache:

IPA: [], Femininum: [], Neutrum: []
Hörbeispiele: —, Femininum: —, Neutrum:

Bedeutungen:

[1] nicht durch Folter untersucht, nicht gefoltert
[2] allgemein: ununtersucht, ungeprüft

Herkunft:

Ableitung zu dem Verb βασανίζω (basanizō→ grc[1]

Beispiele:

[1] „εἰ γὰρ εἰμὶ πατροκτόνος, οὐκ ὀφείλω θνήσκειν ἀβασάνιστος.“[2]
[1] „κημοῖς δὲ ἄρα κεντρωτοῖς· ἀκόλαστον γὰρ ἔχουσι τὴν γλῶτταν καὶ τὴν ὑπερῴαν ἀβασάνιστον· ἀναγκάζουσι δὲ αὐτοὺς ὅμως οἵδε οἱ τὴν ἱππείαν σοφισταὶ περικυκλεῖν καὶ περιδινεῖσθαι ἐς ταὐτὸν στρεφομένους.“[3]
[2] „Περὶ μὲν οὖν τούτων οὐκ ἄδηλον ὅτι αὐτοὶ ἔφευγον τῶν πραχθέντων τὴν σαφήνειαν πυθέσθαι· ᾔδεσαν γὰρ οἰκεῖον σφίσι τὸ κακὸν ἀναφανησόμενον, ὥστε σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον αὐτὸ ἐᾶσαι ἐβουλήθησαν.“[4]
[2] „ἀκούων δ’ ὁ βασιλεὺς τὸ πλῆθος τῶν συμπεφευγότων εἰς τὸν προειρημένον τόπον, καὶ κρίνας μηδὲν ἀβασάνιστον μηδ’ ἀπέραντον ἀπολιπεῖν, τοῖς μὲν μισθοφόροις προκατελάβετο τοὺς ἐπὶ τῆς εἰσβολῆς εὐφυῶς κειμένους τόπους, αὐτὸς δὲ τὴν ἀποσκευὴν καταλιπὼν ἐν τῷ χάρακι καὶ τὸ πλεῖον μέρος τῆς δυνάμεως, ἀναλαβὼν τοὺς πελταστὰς καὶ (τοὺς) εὐζώνους προῆγε διὰ τῶν στενῶν· οὐδενὸς δὲ κωλύοντος ἧκε πρὸς τὸ χωρίον.“[5]
[2] „ἐπεὶ δὲ φεύγοντες τὸν ἐν γέλωτι καὶ ἀκράτῳ καὶ σκώμμασι καὶ παιδιαῖς ἔλεγχον εἰς ὀφρῦν αἴρουσιν ἤδη τὸ πρᾶγμα καὶ κολακεύουσιν ἐσκυθρωπακότες καὶ ψόγον τινὰ καὶ νουθεσίαν παραμιγνύουσι, φέρε μηδὲ τοῦτο παραλίπωμεν ἀβασάνιστον.“[6]

Übersetzungen

[Bearbeiten]
[1, 2] Wilhelm Pape, bearbeitet von Max Sengebusch: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Griechisch-deutsches Handwörterbuch. Band 1: Α–Κ, Band 2: Λ–Ω. 3. Auflage, 6. Abdruck, Vieweg & Sohn, Braunschweig 1914. Stichwort „ἀ-βασάνιστος“.
[1, 2] Henry George Liddell, Robert Scott, revised and augmented throughout by Sir Henry Stuart Jones with assistance of Roderick McKenzie: A Greek-English Lexicon. Clarendon Press, Oxford 1940. Stichwort „ἀβασάνιστος“.
[2] Wilhelm Gemoll: Griechisch-deutsches Schul- und Handwörterbuch. Von W. Gemoll und K. Vretska. 10. Auflage. Oldenbourg, München 2006, ISBN 978-3-637-00234-0, Seite 1

Quellen:

  1. Wilhelm Gemoll: Griechisch-deutsches Schul- und Handwörterbuch. Von W. Gemoll und K. Vretska. 10. Auflage. Oldenbourg, München 2006, ISBN 978-3-637-00234-0, Seite 1
  2. Flavius Iosephus, De bello Iudaico, 1,635–636
  3. Claudius Aelianus, De natura animalium, 13,9
  4. Antiphon, In novercam, 13
  5. Polybios, Historiae, 4,75,3–5
  6. Plutarch, 2,59c