γιάρδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γιάρδα | οι | γιάρδες |
γενική | της | γιάρδας | των | γιαρδών |
αιτιατική | τη | γιάρδα | τις | γιάρδες |
κλητική | γιάρδα | γιάρδες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈʝaɾ.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γιάρ‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιάρδα θηλυκό
- (μονάδα μέτρησης) αγγλική μονάδα μήκους ίση με 3 πόδια ή 0,9144 μέτρα
- ↪ H φρεγάτα είναι 500 γιάρδες από το νησί. (Το Βήμα, 13 Νοεμβρίου 2005)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- γιάρδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιάρδα θηλυκό
- (ναυτική αργκό) το ναυπηγείο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ↪ Ανάμεσα στους Έλληνες εφοπλιστές που «χτίζουν» πλοία τους στις κινεζικές γιάρδες βρίσκονται οι... (Η Καθημερινή, 9 Σεπτεμβρίου 2009)
- (ελληνοαμερικανικά) η αυλή (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ↪ Πωλείται σπίτι με μεγάλη πίσω γιάρδα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναυπηγείο
|
αυλή
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ γιάρδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)