τρίβολος

Aus Wiktionary, dem freien Wörterbuch

τρίβολος (Altgriechisch)[Bearbeiten]

Substantiv, m[Bearbeiten]

Singular Plural

Nominativ ὁ τρίβολος οἱ τρίβολοι

Genitiv τοῦ τρίβόλου τῶν τρίβόλων

Dativ τῷ τρίβόλῳ τοῖς τρίβόλοις

Akkusativ τὸν τρίβολον τοὺς τρίβόλους

Vokativ (ὦ) τρίβολε (ὦ) τρίβολοι

Worttrennung:

τρί·βο·λος, Plural: τρί·βο·λοι

Umschrift:

DIN 31634: tribolos

Aussprache:

IPA: []

Bedeutungen:

[1] Militär: Fußangel
[2] Botanik: Wassernuss
[3] Botanik: Distel

Beispiele:

[1] „ἐπεὶ δὲ τῆς ὑστεραίας Ἔκφαντος ὁ Συρακουσίων ἵππαρχος προήγαγε τοὺς ἱππεῖς, ἦν αὐτῶν αἰσχρὰ φυγὴ τῶν τριβόλων ἐμπηγνυμένων ἐν τοῖς ποσὶ τῶν ἵππων·[1]
[1] „τοῦ Πολυβίου συμβουλεύοντος αὐτῷ κατασπεῖραι τριβόλους σιδηροῦς ἢ σανίδας ἐμβαλεῖν κεντρωτάς, ὅπως μὴ διαβαίνοντες οἱ πολέμιοι προσμάχωνται τοῖς χώμασιν, ἔφη γελοῖον εἶναι κατειληφότας τὰ τείχη καὶ τῆς πόλεως ἐντὸς ὄντας εἶτα πράττειν ὅπως οὐ μαχοῦνται τοῖς πολεμίοις.[2]
[2] „ἐπεὶ οὐδὲ ὁ τρίβολος ἐν ἅπασιν οὐδὲ πανταχοῦ φύεται, ἀλλ’ ἐν τοῖς ἑλώδεσι τῶν ποταμῶν·[3]
[2] „τρίβολος· ὁ μὲν χερσαῖος ἀνδράχνῃ τὰ φύλλα ἔοικε, λεπτότερα δέ, καὶ τὰ κλήματα μακρά, κατὰ γῆς ἐστρωμένα, καὶ πρὸς αὐτοῖς ἄκανθαι στρυφναί, σκληραί· φύεται παρὰ ποταμοῖς καὶ οἰκοπέδοις. ἔστι δέ τις καὶ ἔνυδρος ἐν ποταμοῖς φυόμενος, ὑπερέχων τὴν κόμην, τὴν δὲ ἄκανθαν κρύπτων· φύλλα πλατέα, μόσχον ἔχοντα μακρόν, καυλὸς δὲ ἐξ ἄκρου παχύτερος, μᾶλλον τοῦ ἐν βάθει· πρόσεστι δὲ καὶ τριχώδη τινὰ ἀποπεφυκότα, σταχυοειδῆ· καρπὸς σκληρὸς ὡς καὶ θἀτέρου.[4]
[3] „Πρῶτον μὲν χρῆν, ὥσπερ πόκον, ἐν βαλανείῳ
ἐκπλύναντας τὴν οἰσπώτην ἐκ τῆς πόλεως, ἐπὶ κλίνης
ἐκραβδίζειν τοὺς μοχθηροὺς καὶ τοὺς τριβόλους ἀπολέξαι,
καὶ τούς γε συνισταμένους τούτους καὶ τοὺς πιλοῦντας ἑαυτοὺς
ἐπὶ ταῖς ἀρχαῖσι διαξῆναι καὶ τὰς κεφαλὰς ἀποτῖλαι·
[5]
[3] „ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς· μήτι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὰς ἢ ἀπὸ τριβόλων σῦκα;[6]
[3] „ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀδόκιμος καὶ κατάρας ἐγγύς, ἧς τὸ τέλος εἰς καῦσιν.[7]

Übersetzungen[Bearbeiten]

[1–3] Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Griechisch - Deutsches Handwörterbuch (in zwei Bänden). 3. Auflage. Vieweg und Sohn, Braunschweig 1914, Band 2, Seite 1140
[3] Wilhelm Gemoll: Griechisch-deutsches Schul- und Handwörterbuch. Von W. Gemoll und K. Vretska. 10. Auflage. Oldenbourg, München 2006, ISBN 978-3-637-00234-0, Seite 801

Quellen:

  1. Polyaemus, Strategemata, 1, 39, 2
  2. Plutarchus, Regum et imperatorum apophthegmata, 200 A
  3. Theophrastus, Historia plantarum, 4, 9, 1
  4. Dioscorides Pedanius, De materia medica, 4, 15
  5. Aristophanes, Lysistrata, 574–578
  6. Eberhard Nestle, Kurt Aland (Herausgeber): Novum Testamentum Graece. 28. Auflage. Deutsche Bibelgesellschaft, Stuttgart 2012, Matthäusevangelium Kapitel 7, Vers 16 NA (online)
  7. Eberhard Nestle, Kurt Aland (Herausgeber): Novum Testamentum Graece. 28. Auflage. Deutsche Bibelgesellschaft, Stuttgart 2012, Hebräerbrief Kapitel 6, Vers 8 NA (online)